- ἀκουστικοί
- ἀκουστικόςofmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακουστικός — ή, ό (AM ἀκουστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση τής ακοής ή στο ακουστικό όργανο 2. ο κατάλληλος για την αίσθηση τής ακοής νεοελλ. 1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις 2. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek
ανακλαστήρας — Γενικά, είναι ένα σύστημα κατάλληλο να συγκεντρώνει και να κατευθύνει ακτινοβολούσα ενέργεια. Στην οπτική χαρακτηρίζεται α. το σύστημα των κατόπτρων ή των ανακλαστικών επιφανειών (κατοπτρικοί α.), το οποίο επιτρέπει την παραγωγή ειδώλων φωτεινών… … Dictionary of Greek
ωτοασπίδα — και ωτασπίδα, η, Ν συν. στον πληθ. οι ωτοασπίδες βύσματα από εύπλαστο υλικό, με τα οποία αποφράσσονται οι έξω ακουστικοί πόροι για αποφυγή θορύβου ή για προστασία από νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ασπίδα] … Dictionary of Greek
όρκα — (orcinus orca). Κήτος της οικογένειας των δελφινιδών, της υπόταξης των οδοντοκητών. Το σώμα του, μήκους έως περίπου 10 μ., έχει σχήμα ατράκτου· το ραχιαίο πτερύγιο, σε σχήμα δρεπανιού, είναι πολύ ανεπτυγμένο σε ύψος, προπάντων στα ακμαία άτομα,… … Dictionary of Greek
ακουστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την ακοή: Aκουστικός πόρος. – Aκουστικό νεύρο κτλ. 2. αυτός που διατηρεί ζωηρότερες τις ακουστικές παρά τις οπτικές παραστάσεις: Οι ακουστικοί τύποι είναι σπανιότεροι από τους οπτικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)